Η ιστορία του Χαΐνη Χατζή Αναγνώστη
Δύο φορές έκαψαν και λεηλάτησαν την Κάτω Σύμη οι Τούρκοι κατακτητές, όμως το μικρό ορεινό χωριό της Βιάννου έμελλε να γεννήσει έναν από τους πιο γνωστούς οπλαρχηγούς της Ανατολικής Κρήτης, τον Χαϊνη Χατζή Αναγνώστη ή Συμιακό, κατά κόσμον Νικόλαο Συγγελάκη.
Ο Χατζηαναγνώστης γεννήθηκε το 1799 και η ιστορία της ζωής του ακροβατεί ανάμεσα στον θρύλο και τα ιστορικά γεγονότα, ακριβώς γιατί ήταν ατρόμητος μπροστά στη θέα των γενίτσαρων της Ανατολικής Κρήτης.
Mόλις στα 18 του έγινε μάρτυρας σε μια σκηνή που θα τον άλλαζε οριστικά. To 1817, ο παπάς θείος του ερχόταν από την Ιεράπετρα μαζί με τον γενίτσαρο Ξεΐνη Μασλουμάκο, κι όταν επρόκειτο να ξεχωρίσουν από τις Βολιάρες να πάει ο παπάς στην Κάτω Σύμη και ο Ξεΐνης στη Βιάννο, του λέει ο τελευταίος:
- "Αι, κακομοίρη παπά, μια καινούργια μπιστόλα εγόρασα και δεν την εδοκίμασα ακόμη και δα θα τηνέ δοκιμάσω απάνω σου κι αν έχεις τύχη να μην πάρει φωθιά, εγλύτωσες, αλλιώς ίντα να σου κάμω;" Τον πυροβολεί και τον ρίχνει νεκρό.
Ο Χατζή Αναγνώστης πόνεσε στην εικόνα του νεκρού θείου του και πήρε την απόφαση να εκδικηθεί το θάνατο του. Λίγες βδομάδες μετά, ένας άλλος γενίτσαρος περνούσε από την Κάτω Σύμη. Τραβούσε προς το μεγάλο Κάστρο κι έκαμε σταθμό στην Κάτω Σύμη στο σπίτι τους. Ο γενίτσαρος, ενοχολήθηκε από το ύφος του Χατζηαναγνώστη, ο οποίος τον κοίταζε διαρκώς από την κορφή ως τα νύχια. Ο Γενίτσαρος άρχισε να δίνει απαξιωτικές εντολές προς τον πατέρα του Συμιακού να του ράψει τα παπούτσια και προς τον Χατζηαναγνώστη να του φέρει νερό. Μόλις ο νεαρός του πήγε το νερό, με μια απότομη κίνηση πήρε μια βέργα και χτύπησε στο κεφάλι τον Γενίτσαρο, ο οποίος έπεσε νεκρός. Αμέσως, πήρε τα όπλα του και αποφάσισε να γίνει χαϊνης. Έτσι, πριν την επανάσταση του 1822, ο Συμιακός ήταν ήδη ζωτικό κομμάτι της αντίστασης όχι απλά στην περιοχή, αλλά σε όλη την Κρήτη, ενώ αξίζει να σημειώσουμε πως στο μέλλον, θα έπαιρνε εκδίκηση και από τον γενίτσαρο που σκότωσε τον παπά θείο του.
Η φήμη του Χατζήαναγνώστη εξαπλώθηκε εξαιρετικά γρήγορα, αφού είχε γίνει ο τρόμος των Τούρκων. Αλίμονο στην Τούρκο που θα πείραζε χριστιανή. Τον σκότωνε και τον κρεμούσε σε ένα δέντρο και έγραφε "η ίδια τύχη περιμένει τον κάθε τούρκο που θα πειράξει χριστιανή".
Πολύ σύντομα, έγινε αρχηγός όλης της περιφέρειας Βιάννου και η φήμη του εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ανατολική Κρήτη και όχι μόνο. Η εκδικητική του μανία, τον ωθούσε στο να καταδιώκει παντού τους κατακτητές, κι αν είχε βάλει κάποιον στόχο, έφτανε μέχρι τα Χανιά ή τη Σητεία για να τον εξοντώσει. Μαζί με τους Χαΐνηδες των άλλων διαμερισμάτων, που κι αυτών η δράση ήταν ανάλογη και αξιόλογη, όπως του Καζανομανόλη ή Καζάνη από το Λασίθι, του Παπαδάκη από την Ιεράπετρα, και πολλών άλλων από το Μυλοπόταμο, τα Σφακιά και τα άλλα μέρη της Δυτικής Κρήτης, προετοίμασαν το μεγάλο ξεσηκωμό του Κρητικού λαού κατά των Τούρκων το 1821.
Όπως διαβάζουμε στις "Βιαννίτικες Ρίζες" στην ιστορία του Ι Μουρέλλου, "η Εθνεγερσία του 1821 βρήκε το Χατζηαναγνώστη Συμιακό πάνω στην ακμή της δράσης του και ήταν απ’ εκείνους που πρωτοστάτησαν στο δεκάχρονο αγώνα για τη λευτεριά της Κρήτης. Παρά, όμως, την επιτυχία του αγώνα των Κρητικών, η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων άφησε την Κρήτη έξω από το εθνικό πλαίσιο και δεν επέτρεψε να συμπεριληφθεί στο ελεύθερο Ελληνικό Κράτος. Το γεγονός αυτό στενοχώρησε, όπως και όλο τον Κρητικό λαό, το Συμιακό αλλά, συγχρόνως, τον πείσμωσε να συνεχίσει τον αγώνα του. Ο μεγάλος πόθος, που τον έκαιγε ως το τέλος του βίου του, ήταν να διωχθούν οι Τούρκοι και να μείνει η Κρήτη ελεύθερη. Πόθος, που για την εκπλήρωσή του αφιέρωσε όλη τη ζωή του, γυρίζοντας χαΐνης στα βουνά. Δεν ευτύχησε, όμως, να δει την πραγματοποίησή του, καθώς πέθανε ένα απόγευμα του 1866, αφήνοντας αρχηγό της Βιάννου το γιο του Μανώλη Χατζάκη, προτού ακόμη αρχίσει η άλλη μεγάλη Επανάσταση των Κρητικών, που οδήγησε, επιτέλους, στην απελευθέρωσή τους και στην Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Οι Τούρκοι, αφού δεν μπόρεσαν να εκδικηθούν το Συμιακό, όταν ήταν ακόμη ζωντανός, τον εκδικήθηκαν πεθαμένο. Έτσι, όταν την επόμενη μέρα της μάχης στο Λάπαθο, στις 21 Ιουνίου 1867, οι Τούρκοι εισέβαλαν στα χωριά της Βιάννου και αφού διέπραξαν φρικιαστικές και πρωτάκουστες καταστροφές, πήγαν και στη Σύμη, άνοιξαν τον τάφο του Συμιακού κι αφού κατακομμάτιασαν τα οστά του, εκόπρισαν πάνω σ’ αυτά (Κ.Χ., τόμ. Η 1954, σελ. 7-48)."
Για τους Χαϊνηδες, παραθέτουμε ολόκληρο το κείμενο της Ιστορίας του I. Μουρέλλου όπως δημοσιεύτηκε στις Βιαννίτικες Ρίζες της ΙΛΑΕΒ το 2008 από τον Γ. Δ. Χρηστάκη:
«Όσοι κλείστηκαν στα φρούρια που βαστούσαν ακόμα, εμάθαιναν από τους άλλους χριστιανούς τα βάσανά τους και άκουαν τους θρήνους τους, κι αυτό επλήγωνε την ψυχή τους και τους έκανε από την αρχή της κατακτήσεως του νησιού να σχηματίσουν τα περίφημα ηρωικά σώματα.των χάΐνηδων. Οι Χάίνηδες αυτοί στις μαύρες νύχτες, με τις μικρές βαρκούλες των, μυστικά και αθόρυβα, έβγαιναν στ’ ακρογιάλι και με νυκτοπορείες, πολλές φορές μακρότατες, και πολλές φορές οδυνηρές, βρισκότανε τα μεσάνυκτα έξω από το κονάκι του Μπέη, του Αγά ή του Γιαννίτσαρου, που γλεντούσε με τις γυναίκες ή τις κόρες των χριστιανών.
«Είχανε ρόβι και ψαρές στρωμένα εις τις τάβλες
Κι απάνω εχορεύγανε οι κοπελιές κι’ οι γράδες».
Σε τέτοιες φρικτές παρόμοιες στιγμές επρόφταιναν οι Χάίνηδες τους απαίσιους τυράννους των χριστιανών. Πόσες και πόσες φορές οι αιμοβόροι τύραννοι, εκεί που περίμεναν την ηδονή απ’ την αγκάλη μιας παπαδοπούλας ροδοκόκκινης, εύρισκαν το γιαταγάνι ή τον αθόρυβο «πασαλή» ενός ξαγριεμένου χάΐνη που οδοιπόρησε τρεις τέσσερις ώρες τη νύκτα για να προλάβει την καταστροφή μιας παρθένας»
ΧΑΤΖΗΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ Ο ΣΥΜΙΑΚΟΣ
Λίγο πιο πέρα απ’ τη Βιάννο, άλλος χάΐνης τρομοκρατούσε, ο Χατζηαναγνώστης. Το καθεαυτό του όνομα ήτο Νικόλαος Συγγελάκης, στις άλλες όμως επαρχίες ήταν γνωστός με το όνομα Συμιακός.
Ο Χατζηαναγνώστης ήταν το θρυλικό παλληκάρι της περιφέρειας Βιάννου, ο προστάτης και εκδικητής των χριστιανών. Το πέρασμά του αφήκε βαθειά εντύπωση στην επαρχία. Και τώρα ακόμη για να παινέσουν κανένα λένε ότι «είναι παλληκάρι και αποφασιστικός σαν τον Χατζαναγνώστη».
Μετά τη δολοφονία του Γενίτσαρου από τον Χατζηαναγνώστη (διαβάστε παραπάνω) η Κάτω Σύμη έγινε αμέσως άνω κάτω, αφού λογάριαζαν με τρόμο την εκδίκηση των Τούρκων. Ο Χατζή αναγνώστης επήρε αμέσως τα άρματα του γιανίτσαρου κι είπε στους φοβισμένους χωριανούς του:
-Αμέτε θάψετέ τόνε και ξεπλύνετε καλά τον τόπο να μην προδοθούμε και βρήτε εσείς τον μπελά σας , γιατί εγώ φεύγω.
Πραγματικά, τον έθαψαν σ’ ένα περβόλι κι επάνω έκαμαν αυλάκια κι εφύτεψαν αμέσως λαχανικά.
Για λίγο καιρό έμεινε μυστικός ο θάνατος του γιενίτσαρου, αλλά γρήγορα διαδόθηκε πως ο Νικολής του παπά Σύγγελου τον εσκότωσε. Ο Χατζηαναγνώστης τράβηξε κατά το βουνό κι άρχισε τη χάΐνικη ζωή.
Πρώτος που τον ακολούθησε στο βουνό ήταν ο Αλετράς. Οι δυο μαζί με το μοναδικό τουφέκι παραμόνεψαν στα Βατοπήγαϊδα κι εσκότωσαν ένα άλλο γιανίτσαρο, επήραν τα άρματά του κι έτσι οπλίστηκε και ο Αλετράς. Σε λίγο ήρθαν και άλλοι σύντροφοι, ο Καπετάν Θανάσης από τον Πεύκο κι ο Νικολής ο Καραγιάννης. Οι Τούρκοι τον κυνηγούσαν μα δεν μπορούσαν να τον πιάσουν. Επίεζαν και τυραννούσαν τους συγγενείς του. Μια μέρα βαρέθηκε το ξύλο και τα βασανιστήρια ο αδερφός του Στρατής κι είπε στους γιαννίτσαρους :
«Πηγαίνεστε και κειέ πέρα στο μιτάτο του Πετσονικολή είναι ίδια δα».
Πραγματικώς εκεί ήταν ο Χατζηαναγνώστης. Οι Τούρκοι επήγαν κι επολιόρκησαν το μιτάτο.
Άμα κατάλαβε πως δεν μπορούσε να τους ξεφύγη, γιατί είχαν κυκλώσει τη μάντρα, έβαλε το καπότο του σε μια βέργα και το προβαίνει ξαφνικά έξω από την πόρτα του μιτάτου. Οι Τούρκοι γελαστήκανε και «μονοφτυλιάσανε» όλοι τους άδειασαν τα τουφέκια τους σύγχρονα και δεν είχαν καιρό να ξαναγεμίσουν, πετιέται τότε αυτός έξω με γυμνό το γιαταγάνι του κι’ ως που να προφτάξουν να καταλάβουν τι γίνεται μέσα στους καπνούς βρέθηκε εκατό μέτρα μακρυά. Οι Τούρκοι τον επυροβολήσαν πάλι αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τότε ο Χατζηαναγνώστης για να δείξει την αφοβία του, αφήκε να του πέση το μαντήλι του και άμα πήγε λίγο παρακάτω εγύρισε και το πήρε σα να μην τον κυνηγούσε κανείς. Οι Τούρκοι κατάλαβαν την πρόκλησή του μα δεν ετόλμησε κανένας τους να αψηφήση το βέβαιο κίνδυνο από την ευθυβολία του.
Η επιμονή του Χατζή αναγνώστη ήτο να σκοτώση τον Ξεΐνη, για να εκδικηθή το θάνατο του θείου του. Πολλές φορές τον επαραμόνεψε αλλά δεν μπορούσε να τον πετύχει. Ύστερα έμαθε πως ο Ξεΐνης εσύχναζε στις Μάλλες. Παράγγειλε να τον ειδοποιήσουν και θα έδινε δυο εικοσάρια στο μαντατοφόρο. Σε λίγες μέρες ειδοποιήθη. Παίρνει το Μεταξά, το γέρο Τσαγκαρονικολή, τον Ψάλτη και το Μαθιουδογιώργη και πάει τη νύκτα στις Μάλλες, πολιορκεί το σπίτι που γλεντούσε ο Ξεΐνης με άλλους γιανιτσάρους! Βάνει τους συντρόφους του σε επίκαιρα σημεία κι αυτός χτυπά την πόρτα.
-Ποιος είναι; Ρωτούν από μέσα.
—Εγώ, ο Χατζηαναγνώστης, αποκρίνεται.
Φόβος και τρόμος τους έπιασε. Ένας προσπάθησε να φύγη από ένα παράθυρο, αλλά έπεσε κι εσκοτώθηκε. Οι άλλοι άνοιξαν κι ο Χατζηαναγνώστης μπαίνει μέσα.
Έλα, αγαδικό, να πηαίνομε , λέει στον Ξεϊνη Αγά, γιατί έχομε κάποιο λογαριασμό παλιό να τόνε ξεκαθαρίσομε. Τουλόγου σας οι άλλοι κάτσετε να ξετελέψετε το γλέντι σας.
Άμα τον έφερε δεμένο στο Σγουρό Πρίνο, τον εσκότωσε θυμίζοντάς του τον αδικοσκοτωμένο παπά.
Μετά το θάνατο του Ξεΐνη σκέφθηκε να ξεκαθαρίσει τον Άγιο Βασίλειο από τους φοβερούς γιανιτσάρους. Έμαθε πως μια βραδιά όλοι οι γιανίτσαροι ή σαν μαζεμένοι σ’ ένα σπίτι και είχαν μαζέψει τα καλύτερα κορίτσια του χωριού, υποχρεώνοντάς τα να χορεύουν μισόγυμνα.
Παίρνει τον Καπετάν Αθανάση από τον Πεύκο, τον Αλετρά, τον Τσαγκαρονικολή και τον Μαθουδογιώργη και πάνε στον Άγιο Βασίλειο κατά τα μεσάνυκτα. Παράγγειλε στους συντρόφους του να καταλάβουν τις επίκαιρες θέσεις και να κτυπούν τ’ άρματά των στους τοίχους για να κάνουν θόρυβο και να νομίζουν οι Τούρκοι πως ήσαν πολλοί. Ο Χατζή αναγνώστης κτυπά την πόρτα.
-Ποιος είναι;
Εγώ ο Χατζή αναγνώστης! Χωρίς ν’ απαντήσουν άνοιξαν ένα παράθυρο, αλλά ένας πυροβολισμός από τους συντρόφους του Χατζή αναγνώστη σκοτώνει κείνον που άνοιξε. Οι Τούρκοι άνοιξαν την πόρτα, γιατί φοβήθηκαν πως αν δεν άνοιγαν θα τους έκαιγε. Μπαίνει μέσα ο Χατζή αναγνώστης και διαλέγει τους φοβερώτερους γιαννιτσάρους. Τους φέρνει στην πόρτα ένα- ένα, απέξω ο Αλετράς τους έδενε με σχοινί. Έδεσε πέντε και τους έδωκαν σε τέσσερις συντρόφους για να τραβήξουν κατά τον Πεύκο. Ο Χατζηαναγνώστης κράτησε βάρδια να μη βγει κανείς και ειδοποιήσει τους άλλους Τούρκους. Άμα κατάλαβε πως θάχαν φτάσει στον Πεύκο, έτρεξε κι αυτός και τους έφθασε.
Τους έφερε ψηλά στη Δείκτη, στον Πλατύ Πόρο κι εκεί τους έβαλε να πηδήξουν ένας-ένας να περάση στο άλλο μέρος του πόρου. Αλλά ο πόρος ήταν πλατύς και έπεφταν κάτω στο χάος. Έτσι σκοτώθηκαν όλοι. Έκτοτε το μέρος αυτό ακούγεται «Πηδήματα». Κατά τον ίδιο τρόπο σκότωσε και μερικούς ακόμα στα Κακόπετρα. (ΝΑ του Κεφαλοβρυσιού. Σήμερα μόνο υπολείμματα τοίχων υπάρχουν). Ο συνοικισμός αυτός ήταν μικρός κ’ είχε κατοίκους του μόνο από γιανιτσάρους.
Όσοι κατώρθωσαν να σωθούν απ’ το τουφέκι του Συμιακού, έφυγαν από τον συνοικισμό. Στα Κακόπετρα σώζεται ακόμα η ανάμνησις των γιανιτσάρων.
Με αυτά τα κατορθώματά του ο Χατζηαναγνώστης έγινε ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων.
Οι Τούρκοι περιωρίσθησαν και δεν πολυτυραννούσαν πλειά τους χριστιανούς. Για κάθε πράξι του ο γιανίτσαρος συλλογιζόταν την εκδίκησι του Χατζή αναγνώστη.
Κάποτε ο αγάς της Βιάννου Καούκης έστειλε το Μαυρομιχάλη με παραγγελία στο Μεγάλο Κάστρο. Στο δρόμο ο Χατζηαναγνώστης τον έπεισε να τον ακόλουθήση στη χάΐνικη ζωή του. Άμα τόμαθε ο Καούκης έπιασε τους συγγενείς του Μαυρομιχάλη και τους έβαλε στη φυλακή. Ο Χατζηαναγνώστης έγραψε στον Καούκη και τούλεγε ότι αν δεν αφήση ελεύθερους τους συγγενείς του Μαυρομιχάλη θα πάρει την τύχη του Ξε'ΐνη Μασλουμάκου.
-Αυτός είναι κουζολοχάίνης, ίντα θα χάση να μου στέση κιαμμιά χωσά να με ξεκάμη; Είπε για να δικαιολογηθή, κι’ αφήκε τους φυλακισμένους.
Ο Χατζηαναγνώστης μαζί με τον Καζάνη έκαμαν κι άλλα κατορθώματα, στο Λασήθι και την Βιάννο εσκότωσαν πάνω από σαράντα Τούρκους.
Κάποτε ο Χατζααναγνώστης εκινδύνευσε να πιαστή κι αναγκάστηκε να φύγη έξω από την Κρήτη. Πήγε στην Κάρπαθο, μα γρήγορα εγύρισε πάλι άμα εμαλάκωσαν λίγο οι Τούρκοι.
Άμα άρχισε η επανάστασις του 1821 οι Βιαννίτες τον έκαμαν αρχηγό τους.
Πολλοί Τούρκοι τότε από τον Άγιο Βασίλειο κι από τ’ άλλα χωριά της Βιάννου αποσύρθηκαν με τις οικογένειές τους, από φόβο, στο Ηράκλειο, για μεγαλύτερη ασφάλεια. Διατηρούσαν, όμως, τις περιουσίες τους και πήγαιναν τακτικά κι φρόντιζαν για την καλλιέργειά τους και, κυρίως, κάθε χειμώνα, για το μάζεμα των ελιών. Έτσι και το χειμώνα του 1822 πήγε στον Άγιο Βασίλειο από το Ηράκλειο μια ομάδα γενιτσάρων, χωρίς τις γυναίκες τους, με την πρόφαση ότι θα μάζευαν τις ελιές τους. Ο πραγματικός τους σκοπός, όμως, ήταν άλλος, η σφαγή των χριστιανών του χωριού.
Ο παπα-Μιχελάκης, που δεν άργησε να αντιληφθεί τις κακούργες προθέσεις τους, ειδοποίησε έγκαιρα το Χαΐνη της Σύμης Χατζηαναγνώστη Συμιακό, που ήταν το φόβητρο των Τούρκων της Επαρχίας, με το εξής συνθηματικό μήνυμα:
«Έλα γρήγορα στον Αϊ-Βασίλη να δούμε τι θα κάμουμε με τους κρυγιούς».
Εκείνος του απάντησε πάλι συνθηματικά με τα εξής:
«Μάζεψέ τους σε μια μάντρα και ειδοποίησέ με».
Ο παπα-Μιχελάκης, που κατάλαβε τι εννοούσε ο Συμιακός, άρχισε να φέρεται φιλικά στους Τούρκους, καλοπιάνοντάς τους, ώσπου ένα βράδυ τους έπεισε να πάνε στο σπίτι του, για να τους κάνει τραπέζι και να διασκεδάσουν. Οι Τούρκοι ξεγελάστηκαν και πήραν με τη βία και τις πιο όμορφες κοπέλες του χωριού και πήγαν στο σπίτι του παπά κι άρχισαν τη διασκέδαση. Ο παπα-Μιχελάκης, στο μεταξύ, είχε ειδοποιήσει το Συμιακό, ο οποίος κατέφτασε στο σπίτι του παπά με τα παλικάρια του τα μεσάνυχτα, όταν το γλέντι πια βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Αφού έβαλε μερικούς από τους συντρόφους του να χοροπηδούν στο δώμα του σπιτιού κι άλλους να κάνουν θόρυβο γύρω απ’ αυτό, ώστε να τρομοκρατηθούν οι Τούρκοι και να νομίσουν ότι ήταν πολλοί κι είχαν ζώσει το σπίτι, παρουσιάζεται εκείνος στην πόρτα με τη μαχαίρα στο χέρι και τους διατάζει να αφήσουν τις κοπέλες ελεύθερες να φύγουν.
Μετά κλείδωσε μέσα τους Τούρκους, έβαλε φωτιά και τους έκαψε μαζί με το σπίτι. Τα ερείπια του καμένου σπιτιού εκείνου σώζονται ακόμη( στον Άγιο Βασίλειο. Το γεγονός αυτό στάθηκε αφορμή να βγει ο παπα-Μιχελάκης στο βουνό, να ακολουθήσει το Συμιακό και να γίνει ένας από τους πιο γενναίους οπλαρχηγούς της επαρχίας, που ξεσήκωσε τους Αγιο-βασιλείτες και πολλούς από τους κατοίκους των άλλων χωριών της Βιάννου κι έλαβαν μέρος σ’ όλες τις μετέπειτα Κρητικές Επαναστάσεις.
Η όλη δράση του Χατζηαναγνώστη, που δίκαια τov καθιέρωσε πολύ σύντομα αρχηγό όλης της περιφέρειας της Βιάννου, άρχισε σιγά-σιγά να ξεφεύγει από τα όρια της επαρχίας του και να επεκτείνεται σ’ όλη την Ανατολική Κρήτη και όχι μόνο. Το μίσος του για τους Τούρκους και η εκδικητική μανία του τον ωθούσαν να τους καταδιώκει παντού, από τη Σητεία ως τα Χανιά. Μαζί με τους Χαΐνηδες των άλλων διαμερισμάτων, που κι αυτών η δράση ήταν ανάλογη και αξιόλογη, όπως του Καζανομανόλη ή Καζάνη από το Λασίθι, του Παπαδάκη από την Ιεράπετρα, και πολλών άλλων από το Μυλοπόταμο, τα Σφακιά και τα άλλα μέρη της Δυτικής Κρήτης, προετοίμασαν το μεγάλο ξεσηκωμό του Κρητικού λαού κατά των Τούρκων το 1821.
Η Εθνεγερσία του 1821 βρήκε το Χατζηαναγνώστη Συμιακό πάνω στην ακμή της δράσης του και ήταν απ’ εκείνους που πρωτοστάτησαν στο δεκάχρονο αγώνα για τη λευτεριά της Κρήτης. Παρά, όμως, την επιτυχία του αγώνα των Κρητικών, η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων άφησε την Κρήτη έξω από το εθνικό πλαίσιο και δεν επέτρεψε να συμπεριληφθεί στο ελεύθερο Ελληνικό Κράτος. Το γεγονός αυτό στενοχώρησε, όπως και όλο τον Κρητικό λαό, το Συμιακό αλλά, συγχρόνως, τον πείσμωσε να συνεχίσει τον αγώνα του. Ο μεγάλος πόθος, που τον έκαιγε ως το τέλος του βίου του, ήταν να διωχθούν οι Τούρκοι και να μείνει η Κρήτη ελεύθερη. Πόθος, που για την εκπλήρωσή του αφιέρωσε όλη τη ζωή του, γυρίζοντας χαΐνης στα βουνά. Δεν ευτύχησε, όμως, να δει την πραγματοποίησή του, καθώς πέθανε ένα απόγευμα του 1866, αφήνοντας αρχηγό της Βιάννου το γιο του Μανώλη Χατζάκη, προτού ακόμη αρχίσει η άλλη μεγάλη Επανάσταση των Κρητικών, που οδήγησε, επιτέλους, στην απελευθέρωσή τους και στην Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Οι Τούρκοι, αφού δεν μπόρεσαν να εκδικηθούν το Συμιακό, όταν ήταν ακόμη ζωντανός, τον εκδικήθηκαν πεθαμένο. Έτσι, όταν την επόμενη μέρα της μάχης στο Λάπαθο, στις 21 Ιουνίου 1867, οι Τούρκοι εισέβαλαν στα χωριά της Βιάννου και αφού διέπραξαν φρικιαστικές και πρωτάκουστες καταστροφές, πήγαν και στη Σύμη, άνοιξαν τον τάφο του Συμιακού κι αφού κατακομμάτιασαν τα οστά του, εκόπρισαν πάνω σ’ αυτά (Κ.Χ., τόμ. Η 1954, σελ. 7-48)."